Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

[Σταγόνες από όνειρα σε ένα ραγισμένο μικρόκοσμο]



Σκονισμένο αμάξι που τρίζει, σε ένα μέρος κάπου ωραία, και είναι νύχτα. Ακούμε μουσική από χιλιοχαραγμένα cd και καπνίζουμε ύποπτα τσιγάρα. Θέλω να σου πω να μου μιλάς γερμανικά, αλλά κάπου μέσα σε αλυσιδωτά συνειρμικά κουραφέξαλα που σκέφτομαι το ξεχνάω.


Πονοκέφαλοι, χάπια, γιατροί, εξετάσεις. Περίεργη μυρωδιά (- λάθος άσχημη μυρωδιά), νοσοκομείο. Ένα δάκρυ και ανέκφραστα ή υπέρ- εκφραστικά πρόσωπα. Κανείς δεν ονειρεύεται εδώ.


Η λήθη. Έρχεται τα βράδια και σε κοιτάζει δειλά. Παίρνει την μορφή όλων αυτών που ορκίστηκες κάποτε να μην κάνεις. Σε παρασύρει, σε σέρνει από δω και από κει. Φαντάζει όμορφη πίσω απ' τη βαριά κουρτίνα της μνήμης. Μου χαμογελάς λέγοντας μου, πως όλα τελικά γέρνουν προς το μέρος σου. Σου απαντώ ξανά: αρνούμαι να με προδώσω.


Θα σε θυμάμαι. Θα με θυμάσαι. Θα σε θυμάμαι. Θα με θυμάσαι. Θα σε θυμάμαι. Θα με θυμάσαι. Θα σε θυμάμαι. Θα με θυμάσαι ;;;;;;;;

Ξύπνησε ιδρωμένος. Έμεινε για λίγο ακίνητος προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται και ...

Έκανε κρύο. Κουλουριάστηκε για λίγο με την ελπίδα να τον ξαναπάρει ο ύπνος. Τότε πετάχτηκε. Ήταν η μέρα του θερισμού, και εκείνος είχε ήδη αργήσει.


Μας θυμάμαι να παίζουμε οι δυο μας, τρέχοντας πάνω κάτω και κάνοντας φασαρία. Σε θυμάμαι να με περιεργάζεσαι και τα μάτια σου να γυαλίζουν από χαρά και ελπίδα. Με θυμάμαι να σε κοιτάζω πολλές φορές και να αισθάνομαι άσχημα και λίγος. Μας θυμάμαι να διαφωνούμε για κάτι και να χαμηλώνεις μειλίχια το βλέμμα. Σε θυμάμαι να μου λες αυτό που τώρα δεν μπορώ να ξεστομίσω. Μας θυμάμαι σε ένα αεροπλάνο να συζητάμε, να κοιμόμαστε....

Σε θυμάμαι στο τελευταίο περίπατο μας, πόσο πια είχες κουραστεί.

Θυμάμαι. Δεν ξεχνώ. Σου χαμογελάω.


[Κοιτάω ψηλά στον ουρανό. Απλώνω το χέρι μου και παίρνω από κει, ένα σύννεφο γκρίζο με λίγο γαλανό, για να φτιάξω τη δικιά μου φυλακή. Πλάθω τα όνειρα που μαζί θα πάρω]

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

στον Μ. κ την Α.




why is it i want to cry?

Crow, crow tell me.
There is a shadow passing by.
The willows call me.
Why would an old woman weep?
Willow, tell me, willow.
Crows went flying through my sleep
I cry and follow.
[Ursula K. Le Guin]




Κι αν σου θυμίζει παραμύθι
είναι που ξέχασες να
ονειρεύεσαι νωρίς.



Ήταν λοιπόν κάποτε ένα μικρό αγοράκι
που το έλεγαν Ηλανόμ.
Ζούσε με τον πατέρα του σε ένα μικρό καλυβάκι
σε μία περιοχή που οι περισσότεροι
είχαν ξεχάσει το όνομα της.
Ήταν εκεί εξόριστοι,
ποτέ δεν έμαθε το λόγο αλλά ήταν εξόριστοι.
Μακριά από αυτό
που ονόμαζαν Πόλη. Ωστόσο, όλα ήταν όμορφα.
Το καλύβι βαθιά μέσα
στο δάσος και πολύ κοντά σε μια μικρούλα λίμνη
μύριζε μέντα και έσταζε ονείρατα.



Οι μέρες, τα χρόνια, κυλούσαν μέσα σε μία αλλόκοτη
απλότητα. Το παιδί διάβαζε συνέχεια τα αμέτρητα σκονισμένα
βιβλία, γνώριζε τη φύση, έπαιζε με τον πατέρα του
και την χοντρούλα γάτα του σπιτιού τη Ναφθαλίνη.



Τις νύχτες ο Ηλανόμ και ο πατέρας του έπαιρναν ένα
παλιό δερμάτινο φλασκί,
καθόντουσαν μπροστα από τη φωτιά και το γέμιζαν
κάθε φορά και με ένα όνειρο.



Όχι δεν είχαν πολλά, τουλάχιστον όχι με
την έννοια των εμπόρων της Πόλης. Ένας κηπάκος
ένα μικρό καλύβι, πολλά φθαρμένα βιβλία, το φλασκί,
και ένα παλιό γραμμόφωνο.



Ένα πρωινό το αγόρι είδε να πλησιάζει μία γερόντισσα.
Αμέσως ξύπνησε τον πατέρα του
που είχε αποκοιμηθεί, δίπλα από το τζάκι,
με τη Ναφθαλίνη πάνω του να γουργουρίζει.

Δεν μπόρεσε ποτέ να μάθει ποια ήταν
ή τι ζητούσε, πέρα από αυτό το θλιμμένο βλέμμα
του πατέρα και τη μόνη φράση που ξεστόμισε:
"όχι τώρα, Ηλανόμ".



Ήρθε ο χειμώνας τώρα. Το ξέρω πως το νιώθεις.
Δεν είναι που το δάσος έγινε πάλι άσπρο
και ο αέρας τραγουδάει πένθιμα.
Είναι που ο πατέρας δεν είναι πια καλά.
Δεν μιλάει πια πολύ,
ούτε έχει όρεξη να παίξει.



Και να που χτες, για πρώτη φορά ναι χτές,
δεν βάλανε στο φλασκί τίποτα.
Και το αγόρι δεν είναι πια αγόρι.
Εντάξει εσύ κατάλαβες πως έφυγε,
όμως ο Ηλανόμ έμεινε πάλι το βράδυ να περιμένει.




Κι αν δεις ποτέ μία γατούλα μαύρη και κάπως χοντρή
να κλαίει, μην σκίαζεσαι,
είναι που ο Ηλανόμ δεν μπορεί να περιμένει
άλλο και πίνει άλλη μια γουλιά απ' το φλασκί.



Και όταν ένα βράδυ ο Ηλανόμ, μεθυσμένος από όνειρα
έπεσε στη λιμνούλα να κολυμπήσει
το καλύβι έμεινε άδειο από ονείρατα,
να μυρίζει μόνο ναφθαλίνη.



Και εμέις;

Και εμείς κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα
και η φωτιά μας καταβροχθίζει.



Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

[Άπληστοι νευρωτικοί αυτόχθονες]

Λίγο πριν πέσει για ύπνο σκέφτεται όσα δεν μπόρεσε να κάνει. Ονειρεύεται πάντα ξύπνιος μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Και κάθε βρώμικο πρωινό, στοιβαγμένος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και μεταφοράς δεν μυρίζει ποτέ τις σκέψεις του αυτές. Παίρνει τον ρόλο του και είναι – όπως του δίδαξαν να είναι- ευτυχισμένος. Βλέπει έναν ξένο, και τον καρφώνει με το βλέμμα θυμωμένου τηλεπαρουσιαστή..